- θωίασις
- θωίασις, ἡ (Α)επιβολή ποινής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θωάζω. Για το -ι- βλ. λ. θωή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θωή — θωή, αττ. τ. θωά και ιων. τ. θωϊή, ἡ (Α) ποινή, τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ρίζα *dhē «τοποθετώ» ( θη ) τού. τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω . Σχηματίζεται με την κατάλ. ιά, η οποία διασώζεται στον ιων. τ. θωιή (πρβλ … Dictionary of Greek